Βάση δεδομένων ψηφιοποιημένων αντικειμένων

Τριήρης

Τριήρης
Η τριήρης είναι ένα πολεμικό πλοίο με τρεις σειρές κουπιών και από τις δύο πλευρές, διευθετημένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην απαιτείται να έχει το σκάφος μεγάλο ύψος και η κωπηλασία να γίνεται χωρίς κίνδυνο συγκρούσεως των κουπιών.
Η πληροφορία του Θουκυδίδη (Ιστοριών 1.13) ότι το 704 π.Χ. ο Κορίνθιος Αμεινοκλής κατασκεύασε για πρώτη φορά 4 τριήρεις για λογαριασμό των Σαμίων, δεν φαίνεται ακριβής, ως προς τη χρονολογία τουλάχιστον, ούτε ο ίδιος άλλωστε την δίνει ως βέβαιη. Το πιθανότερο είναι ότι οι ιωνικές πόλεις άρχισαν να διαθέτουν τριήρεις σε μεγάλο αριθμό γύρω στο 525 π.Χ., και πρώτοι μάλλον οι Σάμιοι στα χρόνια του Πολυκράτη. Σύντομα η χρησιμοποίηση του νέου πλοίου γενικεύθηκε στην Ιωνία και η ναυμαχία της Λάδης, το 494 π.Χ., έγινε με τριήρεις. Ίσως, όπως μπορεί να συναχθεί και από άλλες πληροφορίες του Θουκυδίδη αλλά και του Ηροδότου, να διέθεταν τριήρεις νωρίτερα ακόμη οι Έλληνες της Σικελίας, ιδίως οι Συρακούσιοι, αλλά και οι Κερκυραίοι, άποικοι της Κορίνθου, και να μετακλήθηκε στη Σάμο ναυπηγός από την Κόρινθο, για την ναυπήγηση του νέου στόλου της από τριήρεις. Έτσι, πριν από το τέλος του 6ου αι., είχε δημιουργηθεί νέος τύπος πολεμικού πλοίου, με εξαιρετική απόδοση για τον ναυτικό αγώνα, καθώς ήταν εξαιρετικά ταχύ και ευέλικτο, που απαιτούσε όμως εντατική άσκηση των πληρωμάτων και επιτήδεια διακυβέρνηση.
Περισσότερο γνωστός είναι ο τύπος που είχαν οι τριήρεις των Αθηναίων. Όπως υπολογίσθηκε, με βάση κυρίως τους νεώσοικους της Ζέας, οι διαστάσεις αυτών των πλοίων ήταν περίπου: μήκος 36 μ., πλάτος 5 μ., ύψος από την ίσαλο γραμμή 2,20 μ. και βύθισμα 1 μ. Ανήκε στα "μακρά" πλοία (νῆες μακραί). Το εκτόπισμά τους ήταν 70 - 90 τόνοι. Η τριήρης κινιόταν είτε με τα κουπιά είτε με τα ιστία είτε και με τα δύο συγχρόνως. Σύμφωνα με αθηναϊκή επιγραφή του 4ου αι., κάθε τριήρης διέθετε 170 κουπιά, 85 σε κάθε πλευρά, μοιρασμένα σε τρεις σειρές. Για κάθε κουπί αντιστοιχούσε ένας κωπηλάτης και έτσι το σύνολό τους ήταν 170. Οι κωπηλάτες της ανώτερης σειράς ονομάζονταν "θρανίται" και ήταν 62 της μεσαίας "ζυγίται" και ήταν 54 και της κατώτερης "θαλαμίται" και ήταν επίσης 54. Οι αθηναϊκές τριήρεις, στη περίοδο τουλάχιστον από τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αι., ως τα μέσα του 4ου, είχαν δύο ιστούς και δύο ιστία, έναν ιστό μεγάλο ("ιστός μέγας") με το αντίστοιχο μεγάλο ιστίο ("ιστίον μέγα") και έναν μικρότερο ιστό ("ιστός ακάτειος") με το αντίστοιχο μικρότερο ιστίο ("ιστίον ακάτειον"). Οι διαστάσεις του μεγάλου ιστίου υπολογίζεται ότι είχαν μήκος 22 μ. και ύψος 8 μ., επιφάνεια δηλαδή 176 τ.μ. Για τις διαστάσεις του "ιστού ακατείου" δεν υπάρχουν στοιχεία. ήταν πάντως πολύ μικρότερες.
Η μέγιστη ταχύτητα τους (κωπηλάτες και ιστία) φαίνεται ότι έφτανε τους 14 κόμβους, ήταν τουλάχιστον μεγαλύτερη κατά 30% της ταχύτητας των πεντηκόντορων.
Ως πηδάλιο οι τριήρεις είχαν δύο μεγάλα και πλατιά κουπιά, τοποθετημένα στην πρύμνη, που τα χειρίζονταν έμπειροι και επιδέξιοι ναυτικοί.
Στην πρώρα, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ήταν το "έμβολον", μία προεξοχή 1 μ. περίπου, που περιβαλλόταν από χάλκινη επένδυση και κατέληγε σε αιχμή. Επάνω από το έμβολο και έξω από το νερό ήταν η "παρεμβολή", μικρότερο έμβολο, τοποθετημένο για να εμποδίζει το κύριο έμβολο να εισδύει ολόκληρο στα πλευρά του εχθρικού σκάφους, οπότε υπήρχε ο κίνδυνος να σφηνωθεί, και να μην μπορεί η τριήρης να οπισθοδρομήσει και να ελευθερωθεί.
Πριν τη ναυμαχία, αφαιρούσαν τα ιστία και τους ιστούς, ώστε να μειώσουν το βάρος. Καθώς οι κωπηλάτες χρησιμοποιούσαν όλη τους την επιδεξιότητα, το πλοίο έφτανε τους 8 κόμβους και ισοδυναμούσε με μία επιταχυνόμενη κωπήλατη τορπίλη! 
Η άγκυρα είχε μικρό βάρος σε σχέση με το μήκος της τριήρης, λιγότερο από 20 χιλιόγραμμα.
Για να προστατεύουν το πλήρωμα, και ιδίως τους θρανίτες κωπηλάτες από εχθρικά βλήματα αλλά και από τα κύματα, έφρασσαν τα πλευρά του πλοίου πάνω από το κατάστρωμα και τότε οι τριήρεις ονομάζονταν "κατάφρακτοι".
Το συνολικό πλήρωμα της αθηναϊκής τριήρους απαρτίζονταν κανονικά από 200 άτομα: τον τριήραρχο, που ασκούσε την ανώτερη διοίκηση στο πλοίο και διηύθυνε τη μάχη, τον κυβερνήτη, ναυτικό που είχε την ευθύνη για τον πλου, τον πρωρέα, αξιωματικό που βρισκόταν στην πρώρα, τον κελευστή, αρχηγό των ερετών που εκφωνούσε τα κελεύσματα, δύο τοιχάρχους, ανά ένα σε κάθε τοιχαρχία (πλευρά του πλοίου με τους ερέτες) και έναν τριηραύλη, που με αυλό έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, 170 ερέτες, 13 ναύτες για τις άλλες εργασίες του πλοίου εκτός από την κωπηλασία, και 10 επιβάτες, πολεμιστές δηλαδή με τον βαρύ οπλισμό των οπλιτών. Σπάνια, όπως στη ναυμαχία της Σαλαμίνος, υπήρχαν και 4 τοξότες, ενώ στην επιχείρηση του Ευρυμέδοντος ο Κίμων είχε επιβιβάσει αυξημένο αριθμό οπλιτών.
Στις τριήρεις έγιναν αρκετές βελτιώσεις και μεταβολές κατά τον 5ο και 4ο αι. Στη ναυμαχία της Λάδης οι τριήρεις των Χίων είχαν καταστρώματα, αφού επέβαιναν σ' αυτές 40 επιβάτες. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνος, οι αθηναϊκές τριήρεις τουλάχιστον, κατά τη μαρτυρία του Θουκυδίδου, "ούπω είχον δια πάσης καταστρώματα". Αργότερα ο Κίμων πλάτυνε τις τριήρεις προς την πρύμνη και κατασκεύασε καταστρώματα, ώστε να μπορούν να μεταφέρουν σημαντικό αριθμό οπλιτών, όπως απαιτούσαν οι αποβατικές επιχειρήσεις του. Κατά τα μέσα του 5ου αι., δόθηκε πάλι έμφαση στην ευκινησία και περιορίσθηκαν τα καταστρώματα. Από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά και αργότερα, έγιναν νέες βελτιώσεις και προσθήκες.
Τον 4ο αι. εμφανίσθηκαν πολεμικά πλοία βαρύτερα. Γύρω στο 398 π.Χ. κατασκευάσθηκαν στις Συρακούσες οι πρώτες τετρήρεις και πεντήρεις, νέου τύπου πλοία, εφοδιασμένα με καταπέλτες και βαριά μηχανήματα, για να εξακοντίζουν εναντίον των εχθρικών πλοίων σε μακρινή απόσταση μεγάλα βέλη και μικρά ακόντια με ισχυρή διατρητική δύναμη. Τα πλοία αυτά παρείχαν έτσι τις τεχνικές προϋποθέσεις για να γίνουν σημαντικές μεταβολές στην τακτική της ναυμαχίας.
  • Τίτλος
    Τριήρης
  • Τύπος
    Αντικείμενα Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας
  • Θέμα
    ΑΕΤ
  • Περιγραφή
    Η τριήρης είναι ένα πολεμικό πλοίο με τρεις σειρές κουπιών και από τις δύο πλευρές, διευθετημένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην απαιτείται να έχει το σκάφος μεγάλο ύψος και η κωπηλασία να γίνεται χωρίς κίνδυνο συγκρούσεως των κουπιών.
    Η πληροφορία του Θουκυδίδη (Ιστοριών 1.13) ότι το 704 π.Χ. ο Κορίνθιος Αμεινοκλής κατασκεύασε για πρώτη φορά 4 τριήρεις για λογαριασμό των Σαμίων, δεν φαίνεται ακριβής, ως προς τη χρονολογία τουλάχιστον, ούτε ο ίδιος άλλωστε την δίνει ως βέβαιη. Το πιθανότερο είναι ότι οι ιωνικές πόλεις άρχισαν να διαθέτουν τριήρεις σε μεγάλο αριθμό γύρω στο 525 π.Χ., και πρώτοι μάλλον οι Σάμιοι στα χρόνια του Πολυκράτη. Σύντομα η χρησιμοποίηση του νέου πλοίου γενικεύθηκε στην Ιωνία και η ναυμαχία της Λάδης, το 494 π.Χ., έγινε με τριήρεις. Ίσως, όπως μπορεί να συναχθεί και από άλλες πληροφορίες του Θουκυδίδη αλλά και του Ηροδότου, να διέθεταν τριήρεις νωρίτερα ακόμη οι Έλληνες της Σικελίας, ιδίως οι Συρακούσιοι, αλλά και οι Κερκυραίοι, άποικοι της Κορίνθου, και να μετακλήθηκε στη Σάμο ναυπηγός από την Κόρινθο, για την ναυπήγηση του νέου στόλου της από τριήρεις. Έτσι, πριν από το τέλος του 6ου αι., είχε δημιουργηθεί νέος τύπος πολεμικού πλοίου, με εξαιρετική απόδοση για τον ναυτικό αγώνα, καθώς ήταν εξαιρετικά ταχύ και ευέλικτο, που απαιτούσε όμως εντατική άσκηση των πληρωμάτων και επιτήδεια διακυβέρνηση.
    Περισσότερο γνωστός είναι ο τύπος που είχαν οι τριήρεις των Αθηναίων. Όπως υπολογίσθηκε, με βάση κυρίως τους νεώσοικους της Ζέας, οι διαστάσεις αυτών των πλοίων ήταν περίπου: μήκος 36 μ., πλάτος 5 μ., ύψος από την ίσαλο γραμμή 2,20 μ. και βύθισμα 1 μ. Ανήκε στα "μακρά" πλοία (νῆες μακραί). Το εκτόπισμά τους ήταν 70 - 90 τόνοι. Η τριήρης κινιόταν είτε με τα κουπιά είτε με τα ιστία είτε και με τα δύο συγχρόνως. Σύμφωνα με αθηναϊκή επιγραφή του 4ου αι., κάθε τριήρης διέθετε 170 κουπιά, 85 σε κάθε πλευρά, μοιρασμένα σε τρεις σειρές. Για κάθε κουπί αντιστοιχούσε ένας κωπηλάτης και έτσι το σύνολό τους ήταν 170. Οι κωπηλάτες της ανώτερης σειράς ονομάζονταν "θρανίται" και ήταν 62 της μεσαίας "ζυγίται" και ήταν 54 και της κατώτερης "θαλαμίται" και ήταν επίσης 54. Οι αθηναϊκές τριήρεις, στη περίοδο τουλάχιστον από τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αι., ως τα μέσα του 4ου, είχαν δύο ιστούς και δύο ιστία, έναν ιστό μεγάλο ("ιστός μέγας") με το αντίστοιχο μεγάλο ιστίο ("ιστίον μέγα") και έναν μικρότερο ιστό ("ιστός ακάτειος") με το αντίστοιχο μικρότερο ιστίο ("ιστίον ακάτειον"). Οι διαστάσεις του μεγάλου ιστίου υπολογίζεται ότι είχαν μήκος 22 μ. και ύψος 8 μ., επιφάνεια δηλαδή 176 τ.μ. Για τις διαστάσεις του "ιστού ακατείου" δεν υπάρχουν στοιχεία. ήταν πάντως πολύ μικρότερες.
    Η μέγιστη ταχύτητα τους (κωπηλάτες και ιστία) φαίνεται ότι έφτανε τους 14 κόμβους, ήταν τουλάχιστον μεγαλύτερη κατά 30% της ταχύτητας των πεντηκόντορων.
    Ως πηδάλιο οι τριήρεις είχαν δύο μεγάλα και πλατιά κουπιά, τοποθετημένα στην πρύμνη, που τα χειρίζονταν έμπειροι και επιδέξιοι ναυτικοί.
    Στην πρώρα, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ήταν το "έμβολον", μία προεξοχή 1 μ. περίπου, που περιβαλλόταν από χάλκινη επένδυση και κατέληγε σε αιχμή. Επάνω από το έμβολο και έξω από το νερό ήταν η "παρεμβολή", μικρότερο έμβολο, τοποθετημένο για να εμποδίζει το κύριο έμβολο να εισδύει ολόκληρο στα πλευρά του εχθρικού σκάφους, οπότε υπήρχε ο κίνδυνος να σφηνωθεί, και να μην μπορεί η τριήρης να οπισθοδρομήσει και να ελευθερωθεί.
    Πριν τη ναυμαχία, αφαιρούσαν τα ιστία και τους ιστούς, ώστε να μειώσουν το βάρος. Καθώς οι κωπηλάτες χρησιμοποιούσαν όλη τους την επιδεξιότητα, το πλοίο έφτανε τους 8 κόμβους και ισοδυναμούσε με μία επιταχυνόμενη κωπήλατη τορπίλη! 
    Η άγκυρα είχε μικρό βάρος σε σχέση με το μήκος της τριήρης, λιγότερο από 20 χιλιόγραμμα.
    Για να προστατεύουν το πλήρωμα, και ιδίως τους θρανίτες κωπηλάτες από εχθρικά βλήματα αλλά και από τα κύματα, έφρασσαν τα πλευρά του πλοίου πάνω από το κατάστρωμα και τότε οι τριήρεις ονομάζονταν "κατάφρακτοι".
    Το συνολικό πλήρωμα της αθηναϊκής τριήρους απαρτίζονταν κανονικά από 200 άτομα: τον τριήραρχο, που ασκούσε την ανώτερη διοίκηση στο πλοίο και διηύθυνε τη μάχη, τον κυβερνήτη, ναυτικό που είχε την ευθύνη για τον πλου, τον πρωρέα, αξιωματικό που βρισκόταν στην πρώρα, τον κελευστή, αρχηγό των ερετών που εκφωνούσε τα κελεύσματα, δύο τοιχάρχους, ανά ένα σε κάθε τοιχαρχία (πλευρά του πλοίου με τους ερέτες) και έναν τριηραύλη, που με αυλό έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, 170 ερέτες, 13 ναύτες για τις άλλες εργασίες του πλοίου εκτός από την κωπηλασία, και 10 επιβάτες, πολεμιστές δηλαδή με τον βαρύ οπλισμό των οπλιτών. Σπάνια, όπως στη ναυμαχία της Σαλαμίνος, υπήρχαν και 4 τοξότες, ενώ στην επιχείρηση του Ευρυμέδοντος ο Κίμων είχε επιβιβάσει αυξημένο αριθμό οπλιτών.
    Στις τριήρεις έγιναν αρκετές βελτιώσεις και μεταβολές κατά τον 5ο και 4ο αι. Στη ναυμαχία της Λάδης οι τριήρεις των Χίων είχαν καταστρώματα, αφού επέβαιναν σ' αυτές 40 επιβάτες. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνος, οι αθηναϊκές τριήρεις τουλάχιστον, κατά τη μαρτυρία του Θουκυδίδου, "ούπω είχον δια πάσης καταστρώματα". Αργότερα ο Κίμων πλάτυνε τις τριήρεις προς την πρύμνη και κατασκεύασε καταστρώματα, ώστε να μπορούν να μεταφέρουν σημαντικό αριθμό οπλιτών, όπως απαιτούσαν οι αποβατικές επιχειρήσεις του. Κατά τα μέσα του 5ου αι., δόθηκε πάλι έμφαση στην ευκινησία και περιορίσθηκαν τα καταστρώματα. Από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά και αργότερα, έγιναν νέες βελτιώσεις και προσθήκες.
    Τον 4ο αι. εμφανίσθηκαν πολεμικά πλοία βαρύτερα. Γύρω στο 398 π.Χ. κατασκευάσθηκαν στις Συρακούσες οι πρώτες τετρήρεις και πεντήρεις, νέου τύπου πλοία, εφοδιασμένα με καταπέλτες και βαριά μηχανήματα, για να εξακοντίζουν εναντίον των εχθρικών πλοίων σε μακρινή απόσταση μεγάλα βέλη και μικρά ακόντια με ισχυρή διατρητική δύναμη. Τα πλοία αυτά παρείχαν έτσι τις τεχνικές προϋποθέσεις για να γίνουν σημαντικές μεταβολές στην τακτική της ναυμαχίας.
  • Δημιουργός
    Καρδίμης Ηλίας
  • Πηγή
  • Εκδότης
    Κέντρο Διάδοσης Επιστημών & Μουσείο Τεχνολογία
  • Ημερομηνία
  • Συνεισφέρων
  • Δικαιώματα
    http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/deed.el
  • Σχέση
  • Μορφή
    Μήκος:0.80 m, Πλάτος:0.30 m, Ύψος:0.50 m, Διάμετρος:0.00 m, Βάρος:0.00 kgr
  • Γλώσσα
    gre
  • Αναγνωριστικό
  • Εναλλακτικά σχήματα
  • Ψηφιακά Αρχεία