Βάση δεδομένων ψηφιοποιημένων αντικειμένων

Μεταλλευτικό Πλυντήριο Τύπου Ι

Μεταλλευτικό Πλυντήριο Τύπου Ι
Το πλυντήριο του μεταλλεύματος ήταν το κύριο μέσο για την παραγωγή του αργύρου στην Λαυρεωτική κατά τους κλασικούς χρόνους. Τα μεταλλοφόρα κοιτάσματα της περιοχής είναι κατά κανόνα ανάμεικτα, αποτελούνται δηλ. από διάφορα μεταλλεύματα, όπως σιδηρούχα, ψευδοαργυρούχα, χαλκούχα κ.α., οι μεταλλευτές όμως αναζητούσαν κυρίως εκείνα που περιείχαν αργυρούχο μόλυβδο, δηλ. γαληνίτη (PbS) και κερουσίτη (PbCO3). Για να ξεχωρίσουν τον γαληνίτη ή τον κερουσίτη από το εξορυχθέν μετάλλευμα, οι μεταλλευτές το άλεθαν σε μύλους, μέχρις ότου οι κόκκοι του αποκτήσουν διάμετρο 0,001 μ. ή και μικρότερη. Μετά τα στάδια της θραύσης και της λειοτρίβησης, το τριμμένο μετάλλευμα έπρεπε να εμπλουτισθεί, δηλαδή να απομακρυνθούν από αυτό οι άχρηστες προσμίξεις με τη βοήθεια του νερού που έρρεε. Στο αρχαίο Λαύριο, ο εμπλουτισμός γινόταν σε μόνιμες εγκαταστάσεις στα επίπεδα πλυντήρια με τη βοήθεια ξύλινων ρείθρων. Το πλυντήριο περιλαμβάνει: μια επιμήκη δεξαμενή τροφοδοσίας νερού στην κεφαλή της κατασκευής, δύο επίπεδα, τέσσερις αγωγούς και τρεις μικρές δεξαμενές καθιζήσεως. Η μεγάλη δεξαμενή τροφοδοσίας φέρει στην εμπρόσθια όψη ακροφύσια κωνικής μορφής, από τα οποία ρέει το νερό που χρησιμοποιείται για τον εμπλουτισμό. Το νερό κατόπιν ακολουθούσε μια πορεία που επέτρεπε την ανακυκλοφορία του. Τα ρείθρα τοποθετούνται στο πρώτο επίπεδο, κάτω από τα ακροφύσια. Μέσα σε ειδικές πήλινες λεκάνες που τις κινούσαν για λίγο κυκλικά και έντονα, το νερό παρέσυρε τους κόκκους όλων των άλλων συστατικών του μεταλλεύματος, επειδή ήταν ελαφρότεροι, και άφηνε στον πυθμένα τους μόνο τους κόκκους του αργυρούχου μολύβδου (του γαληνίτη δηλαδή ή του κερουσίτη), που ήταν οι βαρύτεροι απ' όλους. Οι παρασυρόμενοι κόκκοι των ελαφρών συστατικών αιωρούνταν μέσα στο νερό. Στη συνέχεια άδειαζαν με προσοχή το νερό της κάθε λεκάνης μέσα στη δεξαμενή του πλυντηρίου, τους δε κόκκους του αργυρούχου μολύβδου, που είχαν κατακαθίσει στον πυθμένα της, τους άπλωναν στο στεγνωτήριο του πλυντηρίου, για να στεγνώσουν. Όταν το νερό των λεκανών έπεφτε μέσα στην δεξαμενή πολλοί από τους κόκκους, που είχε παρασύρει, κατακάθιζαν σιγά - σιγά στον πυθμένα της, όταν δε η δεξαμενή γέμιζε, άνοιγαν τις οπές της και τότε το ακάθαρτο νερό κυλούσε πάνω στο επικλινές επίπεδο και έπεφτε μέσα στο πρώτο αυλάκι. Από εκεί, πορευόμενο μέσα σε διαδοχικά και συνδεόμενα αυλάκια και φρεάτια κατέληγε στο τελευταίο Φρεάτιο του "κυκλώματος" από όπου, με άντληση, το έριχναν πάλι μέσα στη δεξαμενή. Με αυτόν τον τρόπο το νερό ακολουθούσε μόνο του (λόγω των καταλλήλων κλίσεων των αυλακιών και της υπερχείλισης των φρεατίων) μια πορεία 25 περίπου μέτρων και κατέληγε στο σημείο, από όπου ξεκίνησε, δηλ. στη δεξαμενή. Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας, όλοι οι κόκκοι των "αχρήστων" συστατικών του μεταλλεύματος, που είχε παρασύρει, κατακάθιζαν στους πυθμένες των αυλακιών και των φρεατίων του πλυντηρίου, με αποτέλεσμα το νερό να επιστρέφει στην αφετηρία του καθαρό και κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί και πάλι. Ο κύριος σκοπός του πλυντηρίου ήταν ο περιορισμός σε μεγάλο βαθμό της κατανάλωσης του νερού κατά τον καθαρισμό μεταλλεύματος από τα μη χρήσιμα συστατικά του, επινοήθηκε δε στην Λαυρεωτική, επειδή ακριβώς η περιοχή αυτή ήταν σχεδόν άνυδρη. Η χρησιμοποίηση του πλυντηρίου άρχισε εκεί πιθανότατα κατά τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και αποτέλεσε σταθμό στην εκμετάλλευση της περιοχής, επειδή επέτρεψε στους μεταλλευτές να εκμεταλλεύονται πλέον και τα κοιτάσματά της, που ήταν φτωχά σε αργυρούχο μόλυβδο. Το μεγαλύτερο μέρος του ορυκτού πλούτου της Λαυρεωτικής αποτελείται από παρόμοια φτωχά κοιτάσματα, αυτά δε ως τότε δεν ήταν εκμεταλλεύσιμα. Για τη λειτουργία των πλυντηρίων χρησιμοποιούνταν το νερό των βροχών. Αυτό οι μεταλλευτές το συγκέντρωναν και το διατηρούσαν σε μεγάλες υπαίθριες δεξαμενές, που έφεραν επένδυση από άριστο στεγανοποιητικό κονίαμα. Επένδυση με ίδιο κονίαμα έφεραν και όλες οι ορατές επιφάνειες του πλυντηρίου. Στον τύπο Ι, που περιγράφεται παραπάνω, ανήκουν τα περισσότερα πλυντήρια της Λαυρεωτικής που χρονολογούνται στον 4ο π.Χ. αι.
  • Τίτλος
    Μεταλλευτικό Πλυντήριο Τύπου Ι
  • Τύπος
    Αντικείμενα Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας
  • Θέμα
    ΑΕΤ
  • Περιγραφή
    Το πλυντήριο του μεταλλεύματος ήταν το κύριο μέσο για την παραγωγή του αργύρου στην Λαυρεωτική κατά τους κλασικούς χρόνους. Τα μεταλλοφόρα κοιτάσματα της περιοχής είναι κατά κανόνα ανάμεικτα, αποτελούνται δηλ. από διάφορα μεταλλεύματα, όπως σιδηρούχα, ψευδοαργυρούχα, χαλκούχα κ.α., οι μεταλλευτές όμως αναζητούσαν κυρίως εκείνα που περιείχαν αργυρούχο μόλυβδο, δηλ. γαληνίτη (PbS) και κερουσίτη (PbCO3). Για να ξεχωρίσουν τον γαληνίτη ή τον κερουσίτη από το εξορυχθέν μετάλλευμα, οι μεταλλευτές το άλεθαν σε μύλους, μέχρις ότου οι κόκκοι του αποκτήσουν διάμετρο 0,001 μ. ή και μικρότερη. Μετά τα στάδια της θραύσης και της λειοτρίβησης, το τριμμένο μετάλλευμα έπρεπε να εμπλουτισθεί, δηλαδή να απομακρυνθούν από αυτό οι άχρηστες προσμίξεις με τη βοήθεια του νερού που έρρεε. Στο αρχαίο Λαύριο, ο εμπλουτισμός γινόταν σε μόνιμες εγκαταστάσεις στα επίπεδα πλυντήρια με τη βοήθεια ξύλινων ρείθρων. Το πλυντήριο περιλαμβάνει: μια επιμήκη δεξαμενή τροφοδοσίας νερού στην κεφαλή της κατασκευής, δύο επίπεδα, τέσσερις αγωγούς και τρεις μικρές δεξαμενές καθιζήσεως. Η μεγάλη δεξαμενή τροφοδοσίας φέρει στην εμπρόσθια όψη ακροφύσια κωνικής μορφής, από τα οποία ρέει το νερό που χρησιμοποιείται για τον εμπλουτισμό. Το νερό κατόπιν ακολουθούσε μια πορεία που επέτρεπε την ανακυκλοφορία του. Τα ρείθρα τοποθετούνται στο πρώτο επίπεδο, κάτω από τα ακροφύσια. Μέσα σε ειδικές πήλινες λεκάνες που τις κινούσαν για λίγο κυκλικά και έντονα, το νερό παρέσυρε τους κόκκους όλων των άλλων συστατικών του μεταλλεύματος, επειδή ήταν ελαφρότεροι, και άφηνε στον πυθμένα τους μόνο τους κόκκους του αργυρούχου μολύβδου (του γαληνίτη δηλαδή ή του κερουσίτη), που ήταν οι βαρύτεροι απ' όλους. Οι παρασυρόμενοι κόκκοι των ελαφρών συστατικών αιωρούνταν μέσα στο νερό. Στη συνέχεια άδειαζαν με προσοχή το νερό της κάθε λεκάνης μέσα στη δεξαμενή του πλυντηρίου, τους δε κόκκους του αργυρούχου μολύβδου, που είχαν κατακαθίσει στον πυθμένα της, τους άπλωναν στο στεγνωτήριο του πλυντηρίου, για να στεγνώσουν. Όταν το νερό των λεκανών έπεφτε μέσα στην δεξαμενή πολλοί από τους κόκκους, που είχε παρασύρει, κατακάθιζαν σιγά - σιγά στον πυθμένα της, όταν δε η δεξαμενή γέμιζε, άνοιγαν τις οπές της και τότε το ακάθαρτο νερό κυλούσε πάνω στο επικλινές επίπεδο και έπεφτε μέσα στο πρώτο αυλάκι. Από εκεί, πορευόμενο μέσα σε διαδοχικά και συνδεόμενα αυλάκια και φρεάτια κατέληγε στο τελευταίο Φρεάτιο του "κυκλώματος" από όπου, με άντληση, το έριχναν πάλι μέσα στη δεξαμενή. Με αυτόν τον τρόπο το νερό ακολουθούσε μόνο του (λόγω των καταλλήλων κλίσεων των αυλακιών και της υπερχείλισης των φρεατίων) μια πορεία 25 περίπου μέτρων και κατέληγε στο σημείο, από όπου ξεκίνησε, δηλ. στη δεξαμενή. Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας, όλοι οι κόκκοι των "αχρήστων" συστατικών του μεταλλεύματος, που είχε παρασύρει, κατακάθιζαν στους πυθμένες των αυλακιών και των φρεατίων του πλυντηρίου, με αποτέλεσμα το νερό να επιστρέφει στην αφετηρία του καθαρό και κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί και πάλι. Ο κύριος σκοπός του πλυντηρίου ήταν ο περιορισμός σε μεγάλο βαθμό της κατανάλωσης του νερού κατά τον καθαρισμό μεταλλεύματος από τα μη χρήσιμα συστατικά του, επινοήθηκε δε στην Λαυρεωτική, επειδή ακριβώς η περιοχή αυτή ήταν σχεδόν άνυδρη. Η χρησιμοποίηση του πλυντηρίου άρχισε εκεί πιθανότατα κατά τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και αποτέλεσε σταθμό στην εκμετάλλευση της περιοχής, επειδή επέτρεψε στους μεταλλευτές να εκμεταλλεύονται πλέον και τα κοιτάσματά της, που ήταν φτωχά σε αργυρούχο μόλυβδο. Το μεγαλύτερο μέρος του ορυκτού πλούτου της Λαυρεωτικής αποτελείται από παρόμοια φτωχά κοιτάσματα, αυτά δε ως τότε δεν ήταν εκμεταλλεύσιμα. Για τη λειτουργία των πλυντηρίων χρησιμοποιούνταν το νερό των βροχών. Αυτό οι μεταλλευτές το συγκέντρωναν και το διατηρούσαν σε μεγάλες υπαίθριες δεξαμενές, που έφεραν επένδυση από άριστο στεγανοποιητικό κονίαμα. Επένδυση με ίδιο κονίαμα έφεραν και όλες οι ορατές επιφάνειες του πλυντηρίου. Στον τύπο Ι, που περιγράφεται παραπάνω, ανήκουν τα περισσότερα πλυντήρια της Λαυρεωτικής που χρονολογούνται στον 4ο π.Χ. αι.
  • Δημιουργός
    Κακαβογιάννης Γ. - Λιανός Ν. - Λιβανός Γ.
  • Πηγή
  • Εκδότης
    Κέντρο Διάδοσης Επιστημών & Μουσείο Τεχνολογία
  • Ημερομηνία
    1997-01-01
  • Συνεισφέρων
  • Δικαιώματα
    http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/deed.el
  • Σχέση
  • Μορφή
    Μήκος:0.73 m, Πλάτος:0.50 m, Ύψος:0.29 m, Διάμετρος:0.00 m, Βάρος:0.00 kgr
  • Γλώσσα
    gre
  • Αναγνωριστικό
  • Εναλλακτικά σχήματα
  • Ψηφιακά Αρχεία